Απόστολος Αλωνιάτης
Πότε εκπίπτουν και πότε δεν εκπίπτουν οι δαπάνες ενοικίων
Αναμένοντας τις αλλαγές για τη φορολόγηση των εισοδημάτων για το φορολογικό έτος 2020, ας δούμε ένα χρηστικό θέμα που αφορά τις επιχειρήσεις.
Απόστολος Αλωνιάτης*
Είναι γνωστό ότι οι επιχειρήσεις πρέπει να προβαίνουν σε φορολογική αναμόρφωση, δαπανών που δεν είναι λειτουργικές για την επιχείρηση ή από το νόμο δεν έχουν τη δυνατότητα να τις εκπέσουν (Ν.4172/2013 άρθρο 23).
Στο άρθρο 23 υπάρχουν ορισμένες δαπάνες που αν δεν πληρωθούν με ηλεκτρονικό τρόπο, δεν αναγνωρίζονται ως εκπεστέες δαπάνες.
Έχουμε ασχοληθεί ξανά με το θέμα, αναλύοντας την περίπτωση της εξόφλησης τιμολογίων πάνω από 500 ευρώ, που ισχύει από την έναρξη του νέου Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ΚΦΕ), δηλαδή από την 1.1.2014, όπως και της δαπάνης της μισθοδοσίας, που ισχύει από 1.1.2017.
Ενοίκια
Σύμφωνα με το άρθρο 13 του Ν.4646/2019 (ΦΕΚ 201/Α’/12.12.2019) και ισχύ, σύμφωνα με την παρ. 11 του άρθρου 66 του ίδιου νόμου, για δαπάνες που πραγματοποιούνται στα φορολογικά έτη που αρχίζουν από 1.1.2020 και μετά, προστέθηκε δέκατη πέμπτη (ιε) περίπτωση στο άρθρο 23 του Ν.4172/2013 «Μη εκπιπτόμενες επιχειρηματικές δαπάνες».
Με αυτή δεν εκπίπτουν : «ιε) Οι δαπάνες ενοικίων, εφόσον η εξόφλησή τους δεν έχει πραγματοποιηθεί με τη χρήση ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής ή μέσω παρόχου υπηρεσιών πληρωμών.».
Ένα χρόνο και τρεις μήνες μετά από την ψήφιση της διάταξης, η διοίκηση δεν έχει πάρει θέση για την εφαρμογή της.
Δεν γνωρίζουμε αν θα παρθεί με την έκδοση των οδηγιών για τη συμπλήρωση των φορολογικών εντύπων Ε1 και Ε3 ή αν δεν θα εφαρμοστεί το μέτρο λόγω της μείωσης των ενοικίων το 2020.
Ηλεκτρονικό μέσο πληρωμής
Θα προσπαθήσουμε να δώσουμε, μέσα από τις θέσεις τις διοίκησης, τι έπρεπε να κάνει η επιχείρηση ή ο επιτηδευματίας για να κατοχυρώσει τη δαπάνη του ενοικίου ως εκπιπτόμενη δαπάνη για το 2020.
Για να δούμε τη θέση της διοίκησης για «τη χρήση ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής ή μέσω παρόχου υπηρεσιών πληρωμών», ανατρέχουμε σε δυο παλαιότερα έγγραφα, που αφορούν την εξόφληση των τιμολογίων πάνω από 500 ευρώ (ΠΟΛ.1216/1.10.2014) και την εξόφληση της μισθοδοσίας (ΠΟΛ.1061/2017).
Αν εξετάσουμε τις αποφάσεις, βλέπουμε ότι η διοίκηση έχει ταυτόσημες απόψεις στις δύο παραπάνω περιπτώσεις δαπανών, για το ποιοι τρόποι θεωρείται ότι καλύπτουν το γράμμα του νόμου περί «ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής».
Λογικό είναι, αν και στη φορολογία δεν υπάρχει η έννοια του λογικού, ότι και στη θέση που πάρει η διοίκηση, για την εξόφληση των ενοικίων, δεν θα αποκλίνει από τα προηγούμενα έγγραφα, θεωρώντας ως «χρήση ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής», τα παρακάτω:
– Η κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό του προμηθευτή, είτε με μετρητά είτε με μεταφορά μεταξύ λογαριασμών (έμβασμα),
– Η χρήση χρεωστικών ή πιστωτικών καρτών της εταιρείας που πραγματοποιεί την πληρωμή,
– Η έκδοση τραπεζικής επιταγής της επιχείρησης ή η εκχώρηση επιταγών τρίτων,
– Η χρήση συναλλαγματικών οι οποίες εξοφλούνται μέσω τραπέζης,
– Η χρήση ταχυδρομικής επιταγής – ταχυπληρωμής ή η κατάθεση σε λογαριασμό πληρωμών των Ελληνικών Ταχυδρομείων.
Πότε εκπίπτουν τα ενοίκια
Η δαπάνη των ενοικίων, λογιστικά, εκπίπτει σε κάθε περίπτωση, είτε αυτά έχουν εξοφληθεί είτε όχι. Δηλαδή δεν συνδέεται η εξόφλησή τους με την έκπτωση λογιστικά από τα μικτά έσοδα της επιχείρησης / εταιρίας.
Όπως συμβαίνει και με τις δυο περιπτώσεις που προαναφέραμε, αγορές και δαπάνες πάνω των 500 ευρώ και μισθοδοσίας, η δαπάνη πρέπει να εκπίπτει, λογιστικά, το φορολογικό έτος που αφορά χωρίς να εξετάζεται αν αυτά έχουν εξοφληθεί και με ποιο τρόπο.
Αν γνωρίζουμε ότι κάποιο ενοίκιο έχει εξοφληθεί με διάφορο τρόπο π.χ. μετρητά, μέσα στο φορολογικό έτος τότε το ενοίκιο ή τα ενοίκια αυτά θα πρέπει να πάνε στην φορολογική αναμόρφωση. Αν όμως δεν έχουν εξοφληθεί, θα εκπέσουν κανονικά το φορολογικό έτος που αφορούν.
Τη χρονιά που θα πληρωθούν θα εξεταστεί αν έχουν πληρωθεί με τον προσήκοντα τρόπο.
Αν δεν έχουν πληρωθεί με τη χρήση ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής ή μέσω παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, τότε θα πρέπει να επανέλθει ο φορολογούμενος στη χρονιά που αναφέρεται η δαπάνη και να κάνει τροποποιητική δήλωση μεταφέροντας αυτή τη δαπάνη στη φορολογική αναμόρφωση.
Αν δηλαδή δεν έχει εξοφληθεί κάποιο ενοίκιο μέσα στο 2020, θα εκπέσει κανονικά και λογιστικά και φορολογικά. Αν στο 2022 για παράδειγμα το ενοίκιο αυτό εξοφληθεί με μετρητά, τότε ο φορολογούμενος θα πρέπει να κάνει φορολογική δήλωση της χρήσης του 2020 (φορολογικό έτος) και να θεωρήσει αυτή τη δαπάνη μη εκπιπτόμενη.
Αυτό προκύπτει και από την φορολογική αντιμετώπιση των τιμολογίων πάνω από 500 ευρώ.
«Οι δαπάνες που έχουν πραγματοποιηθεί εντός του φορολογικού έτους αλλά δεν έχουν εξοφληθεί στο έτος αυτό, κρίνονται οριστικά, ως προς την εκπεσιμότητα τους, στο φορολογικό έτος που θα λάβει χώρα η εξόφληση αυτών. Στην περίπτωση που στο έτος εξόφλησης των δαπανών διαπιστωθεί ότι οι δαπάνες αυτές εξοφλήθηκαν χωρίς να γίνει χρήση τραπεζικού μέσου πληρωμής (π.χ. με μετρητά), η επιχείρηση υποχρεούται να υποβάλλει τροποποιητική δήλωση του φορολογικού έτους εντός του οποίου πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή, προσθέτοντας τα ποσά αυτών των δαπανών ως θετική λογιστική διαφορά.»
Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζεται και η δαπάνη μισθοδοσίας που δεν έχει εξοφληθεί μέχρι το τέλος του έτους.
*Ο Απόστολος Αλωνιάτης είναι οικονομολόγος – φοροτεχνικός, Α’ Αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών & Φορολογικών Μελετών (Ι.Ο.ΦΟ.Μ), Σύμβουλος Διοίκησης της PROSVASIS AEBE και συγγραφέας.